οπιπευτήρ

οπιπευτήρ
ὀπιπευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής, παρατηρητής («ἑζόμενοι στοιχηδὸν ὀπιπευτῆρες ἀγῶνος», Νόνν.)
2. παρθενοπίπης* («ἄνδρας μὲν μάχλους και οπιπευτῆρας ἔτευξαν», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπιπεύω «παρακολουθώ, κοιτάζω επίμονα» + επίθημα -τήρ (πρβλ. ιχνευ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀπιπευτῆρα — ὀπιπευτήρ starer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπιπευτῆρας — ὀπιπευτήρ starer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπιπευτῆρες — ὀπιπευτήρ starer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπιπευτῆρι — ὀπιπευτήρ starer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπιπευτῆρος — ὀπιπευτήρ starer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”